- παρατίλλω
- ΜΑμσν.μέσ. παρατίλλομαιαραιώνω πυκνοσπαρμένη φυτεία με απόσπαση μερικών φυτώναρχ.1. αποσπώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη τού σώματος κάποιου, εκτός τής κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», Αριστοφ.)2. μέσ. (γενικά)αποσπώ τις τρίχες μου, κάνω αποτρίχωση, μαδώ, τις τρίχες μου3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατετιλμένος, -η, -ονεντελώς μαδημένος, όπως ήταν οι γυναίκες και οι φιλήδονοι άνδρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τίλλω «μαδώ, τραβώ τις τρίχες μου»].
Dictionary of Greek. 2013.